- δώμα
- το1. διαμέρισμα, μέρος σπιτιού.2. επίπεδη στέγη σπιτιού που χρησιμοποιείται ως ταράτσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δῶμα — house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… … Dictionary of Greek
δώμασ' — δώ̱μασι , δῶμα house neut dat pl δώμᾱσαι , δωμάω build aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δώμᾱσα , δωμάω build aor ind act 1st sg (doric aeolic) δώμᾱσε , δωμάω build aor ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωμάτων — δω̱μάτων , δῶμα house neut gen pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd pl δωμά̱των , δωμάω build pres imperat act 3rd dual δωματόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δωματόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώμαθ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώματ' — δώ̱ματα , δῶμα house neut nom/voc/acc pl δώ̱ματι , δῶμα house neut dat sg δώ̱ματε , δῶμα house neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek